- σιδηροπενία
- η, Νιατρ. έλλειψη σιδήρου στους ιστούς που διαγιγνώσκεται με τον προσδιορισμό τού σιδήρου στον ορό τού αίματος και εκδηλώνεται με το σιδηροπενικό σύνδρομο.[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο-* + πενία «έλλειψη, ένδεια»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σιδηροπενικός — ή, ό, Ν [σιδηροπενία] 1. ιατρ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σιδηροπενία, χαρακτηρισμός παθολογικής κατάστασης ή παθολογικού φαινομένου που οφείλεται σε έλλειψη σιδήρου 2. φρ. α) «σιδηροπενική αναιμία» ιατρ. υπόχρωμη αναιμία, η οποία… … Dictionary of Greek
σιδηρο- — ΝΑ, και σιδερο Ν Ι. α συνθετικό πολλών λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην λ. σίδηρος* / σίδερο. Οι λέξεις αυτές δηλώνουν ονόματα, ενέργειες ή καταστάσεις που σχετίζονται με τον σίδηρο (πρβλ. σιδηρo βόρος,… … Dictionary of Greek